-
1 νάπη
νάπη, ἱ, Waldthal, waldige Thalschlucht; ἔκ τ' ἔφανεν πᾶσαι σκοπιαὶ καὶ πρώονες ἄκροι καὶ νάπαι, Il. 8, 558. 16, 300; ἐν κοίλᾳ λέοντος νάπᾳ, Pind. I. 3, 12; P. 6, 9; κεκρυμμένη νάπη, Soph. O. R. 1398; διὰ χειμάῤῥου νάπης ἐπήδων, Eur. Bacch. 1091; Ἶδαίαν ἐς νάπαν, Andr. 274, öfter; Ar. Av. 740; Her. 4, 157; ἐκ Μουσῶν κήπων τινῶν καὶ ναπῶν, Plat. Ion 534 b; εἰς τὰς ἐν τοῖς ὄρεσι νάπας ὅσαι κοῖλαι, Legg. VI, 761 b; Xen. An. 4, 5, 15. 5, 2, 31, der auch die andere Form νάπος hat.
-
2 κρυπτω
1) закрывать, покрывать, прикрывать(κεφαλὰς κορύθεσσι, τινὰ σάκεϊ Hom.)
; pass. прикрываться(ὑπ΄ ἀσπίδι Hom.)
2) скрывать, укрывать, прятать(τὸ δέμας τινός Aesch.; δεξιὰν ὑφ΄ εἵματος Eur.; τέν ἀληθινέν γένεσίν τινος Plut.; τὸ τάλαντον ἐν τῇ γῇ, τινὰ ἀπὸ προσώπου τινός, ἑαυτοὺς εἰς τὰ σπήλαια NT.)
σύ μ΄ ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ΄ ἄλσος Soph. — уведи меня с дороги и скрой в роще;λόχμην κενώσας, ἔνθ΄ ἐκρύπτομεν δέμας Eur. — покинув рощу, где мы скрывались;pass. — скрываться, исчезать (οὐρανῷ Eur.):κρύπτεσθαι εἴς τι Eur. — погружаться во что-л.;κεκρυμμένη νάπη Soph. — укрытая долина3) хоронить, погребать(γῇ Her.; τάφῳ, χθονί, κατὰ χθονός Soph.; κατὰ γῆς Plut.)
4) скрывать, утаивать(οὐδὲν ἔπος τινί Hom.; μηδένα λόγων πρός τινα, οὐδέν τινα, med. τἀληθές Soph.; τὸ ῥῆμα κεκρυμμένον ἀπό τινος NT.)
τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ κεκρυμμένον εἶναι Hom. — одно сказать, а другое утаить;φάρμακα κεκρυμμένα Eur. — тайные снадобья